μελωδός — ο, η (ΑM μελῳδός, όν) ως ουσ. 1. αοιδός, τραγουδιστής 2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του 2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός … Dictionary of Greek
μελωδός — ο 1. ο τραγουδιστής. 2. ο μουσικοσυνθέτης. 3. «Ρωμανός ο Μελωδός», Βυζαντινός εκκλησιαστικός υμνογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Romanos Melodos — Weißrussische Ikone (1649) mit Darstellung des Romanos Melodos Romanos Melodos (griechisch Ῥωμανὸς [ὁ] Μελωδός, * um 485 in Emesa in Syrien; † nach 555, vor 562 in Konstantinopel) war ein byzantinischer Hymnograph. Er gilt als de … Deutsch Wikipedia
ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… … Dictionary of Greek
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek
Λεντάκης, Ανδρέας — (Αντίς Αμπέμπα, Αιθιοπία 1934 – 1997). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας από τους κύριους εμπνευστές και οργανωτές της Μαραθώνιας … Dictionary of Greek
Τεσσαράκοντα μάρτυρες — Μάρτυρες του χριστιανισμού. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 9 Μαρτίου και η Δυτ. Oρθόδοξη Eκκλησία την επομένη. Το 320, ο ηγεμόνας Αγρικόλας, εκτελώντας διαταγή του αυτοκράτορα Λικίννιου, ζήτησε από τους στρατιώτες του να… … Dictionary of Greek
υμνολογώ — υμνολόγησα, υμνολογήθηκα, υμνολογημένος, μτβ. και αμτβ., συνθέτω ή ψάλλω ύμνους και μάλιστα εκκλησιαστικούς, εξυμνώ, εγκωμιάζω: Ο Ρωμανός ο μελωδός υμνολόγησε τον Κύριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АКАФИСТ — [греч. ὕμνος ἀκάθιστος гимн, при пении к рого не сидят; церковнослав. ]. 1. Хвалебно догматическое песнопение ко Пресв. Богородице (4 го плагального, т. е. 8 го, гласа) (далее А. Богородице); в поздневизант. время стало называться «икосы» (οἶκοι) … Православная энциклопедия
ДИОНИСИЙ IV СЕРОГЛАНИС — [Муселимис Комнин; греч. Ϫιονύσιος Μουσελίμης Κομνηνὸς Σεροϒλάνης] († 23.09.1696, Бухарест), патриарх К польский (нояб. 1671 14 авг. 1673, 29 июля 1676 2 авг. 1679, 30 июля 1682 10 марта 1684, марта 1686 12 окт. 1687, авг. 1693 апр. 1694). Из… … Православная энциклопедия